Μια φορά κι έναν καιρό, στη Χώρα των Δικαστικών Επιμελητών, υπήρχαν δύο πολύ ωραίες ιδέες , τόσο ωραίες, που σύντομα έγιναν άρθρα και απέκτησαν αριθμό για να ξεχωρίζουν από τις άλλες ιδέες. Μπήκαν έτσι περήφανες κι ανεξάρτητες στον Κώδικα των Δικαστικών Επιμελητών, στο πολύτιμο αυτό βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργική αποστολή των Δικαστικών Επιμελητών και περιέχει διατάξεις για το έργο, τις αρμοδιότητες, τα προσόντα τους, τα συλλογικά όργανα Διοίκησής τους, κι άλλα πολύ σπουδαία πράγματα. Μη σας κουράζω με αυτά τώρα. Δημοσιεύτηκαν μάλιστα και σε ΦΕΚ, τόσο ωραίες ήταν. Κάποιοι έλεγαν ότι είναι και συγγενείς μεταξύ τους, κάποιοι πάλι όχι, αλλά μικρή σημασία έχει αυτό.
Η μία ιδέα ήταν το μέρισμα, ότι δηλαδή για επιδόσεις και λοιπές πράξεις οι οποίες ενεργούνται από Δικαστικό Επιμελητή κατόπιν παραγγελίας νομικών προσώπων του Δημόσιου Τομέα, όπως αυτός καθορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 του νόμου 1256/1982, τραπεζών ελληνικών και ξένων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί, μετά από πρόταση του οικείου συλλόγου και απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ορίζεται ότι ποσοστό μέχρι 50% της δικαιούμενης από τον Δικαστικό Επιμελητή αμοιβής παρακρατείται και αποδίδεται στον οικείο σύλλογο δικαστικών επιμελητών για να γίνει διανομή μεταξύ των μελών του και ονομάστηκε «άρθρο 51».
Η άλλη ιδέα ήταν η ίση κατανομή της επαγγελματικής ύλης που προκύπτει από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 51 πηγές, μεταξύ των Δικαστικών Επιμελητών της ίδιας κατά τόπον αρμοδιότητας κι ονομάστηκε «άρθρο 139».
Όλοι τις αγαπούσαν αυτές τις δυό ιδέες, κι όταν έγιναν ολόκληρα άρθρα τις αγαπούσαν ακόμα περισσότερο. Αναφέρονταν σ’ αυτές κι έσταζε μέλι το στόμα τους, σε κάθε ευκαιρία. Στα δύσκολα σ’ αυτές προσέτρεχαν για να παρηγορηθούν. Αλλά και στα εύκολα, αυτές πάντα τους γλύκαιναν όλους και τους έδιναν δύναμη και ελπίδα. Πολλές φορές, στη Χώρα των Δικαστικών Επιμελητών ξεσπούσαν αντιδικίες για το ποιός τις αγαπάει περισσότερο και ποιος θα τις εφαρμόσει και θα τις υλοποίησει πρώτος. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι σαν ιδέες, έπρεπε να εφαρμοστούν και να υλοποιηθούν, αλλιώς θα παρέμεναν γράμμα κενό νόμου. Δεν αρκούσε που ήταν ωραίες, ούτε που πήραν αριθμό άρθρου. Έπρεπε να εφαρμοστούν.
Αφού λοιπόν, είδαν και απόειδαν, κάποιοι για να δείξουν έμπρακτα την μεγάλη τους αγάπη, ιδιαιτέρως στο άρθρο 51, αποφάσισαν να το τροποποιήσουν. Κι έτσι κι έγινε. Το άρθρο 51 έγινε σαν καινούργιο, τροποποίηθηκε, ανανεώθηκε, εκσυγχρονίστηκε, ψηφίστηκε κιόλας σε Ολομέλεια, έλαμπε από χαρά και περίμενε να κάνει πανηγυρική εμφάνιση με τη νέα του μορφή στο ΦΕΚ. Το άρθρο 139 παραμερίστηκε λιγάκι αλλά τι να κάνει κι αυτό, τόση αγάπη του είχαν, κάποια στιγμή θα το φρόντιζαν κι αυτό.
Ήταν πλέον τόσο πολύτιμες οι ιδέες αυτές, όπως έλεγαν, που τις έκλεισαν σε ένα σεντούκι σαν ακριβοθώρητο θησαυρό κι όρισαν θεματοφύλακες να τις προσέχουν αυτούς που κρατούσαν το κλειδί του σεντουκιού, τόσο σφιχτά να μην τους φύγει, που τελικά το κλειδί έγινε πια αυτοσκοπός και η διαφύλαξή του με κάθε μέσο ακόμη πιο θελκτική ιδέα.
Κι οι μέρες πέρναγαν κι οι μήνες και τα χρόνια… και τα άρθρα περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους στο σεντούκι τους στα ξεχασμένα και σκονισμένα συρτάρια των Υπουργείων, κι οι ιδέες ξεθώριασαν κι άρχισαν να αναρωτιούνται μήπως τελικά δεν τις αγαπούσαν τόσο πολύ εκείνοι που στο όνομά τους έπιναν νερό κι έδιναν υποσχέσεις και τους ορκίζονταν αιώνια πίστη κι αφοσίωση. Αν κανείς δεν τις εφάρμοζε τις ιδέες αυτές, δεν υπήρχε νόημα να υπάρχουν, ήταν άχρηστες. Μήπως δεν μας θέλουν αρκετά ? Αναρωτιόντουσαν. Μήπως μας ξέχασαν ? Μήπως δεν κάνουμε σε κανέναν καλό γιατί όλοι έχουν τόσες δουλειές που μας παραμελούν ? Μήπως η προσφορά μας είναι μόνο να ακουγόμαστε και να φαινόμαστε ωραίες κι όχι να εφαρμοστούμε ποτέ ? Η Χώρα των Δικαστικών Επιμελητών ίσως τα καταφέρνει και χωρίς την υλοποίησή μας, σκέφτονταν.
Όταν λοιπόν είχαν αρχίσει να απογοητεύονται κι είχαν χάσει την αρχική λάμψη και αίγλη τους, βρέθηκε μια παράταξη που τις ξέθαψε από τα συρτάρια που είχαν καταχωνιαστεί και τις έβαλε ως πρώτη προτεραιότητα στο πρόγραμμά της. Μια παράταξη που έβαλε στόχο να καταπολεμηθεί ουσιαστικά η υπερσυγκέντρωση της ύλης στα λιγοστά γραφεία που τη νέμονταν και πήρε την απόφαση να τις εφαρμόσει και να τις υλοποιήσει για να έχουν ίσες ευκαιρίες στη πρόσβαση της ύλης και ίσο, μεγαλύτερο και καλύτερο μέρισμα όλοι οι Δικαστικοί Επιμελητές από όποιο σημείο της Χώρας κι αν βρίσκονταν.
ΙΡΙΔΑ την λέγανε, κι έφερνε μαζί της κι άλλες ιδέες που δεν είχαν ξανακουστεί ποτέ τόσο σθεναρά σ’ αυτή την Χώρα. Ιδέες όπως η διαφάνεια, η ενημέρωση, ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας των συλλογικών οργάνων, η πάταξη του αθέμιτου ανταγωνισμού, η αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων των Δικαστικών Επιμελητών, η άσκηση πειθαρχικών ελέγχων, γιατί δεν ήταν κι όλα ρόδινα στη Χώρα αυτή, η ομαδική ασφάλιση, η προείσπραξη των αμοιβών, γιατί συνέβαινε κι αυτό καμιά φορά, να μην πληρώνονται οι Δικαστικοί Επιμελητές στην ώρα τους κι ας έκοβαν τιμολόγια κι ας πλήρωναν και ΦΠΑ, κι ας είχαν κάνει το καθήκον τους.
Κι έτσι οι ιδέες αναθάρρησαν κι ένιωσαν και πάλι χρήσιμες και ποθητές. Γιατί έβλεπαν ότι η νέα αυτή παράταξη, η ΙΡΙΔΑ, τα λόγια της τα έκανε πράξη, και σιγά σιγά πίστευαν σ’ αυτήν όλο και περισσότεροι Δικαστικοί Επιμελητές που μάχονταν καθημερινά για καλύτερες συνθήκες στο επάγγελμά τους και τη ζωή τους γενικότερα. Κι είχαν την πίστη και το πάθος ότι μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση, κόντρα στην απραξία, την ανικανότητα και τα μικροσυμφέροντα του παρελθόντος. Γιατί η ΙΡΙΔΑ αντιμετώπιζε με νέα ματιά και παρρησία τα προβλήματα που υπήρχαν, όχι με στρουθοκαμηλισμό. Γιατί έβλεπε στο μέλλον, κι όχι στο παρελθόν. Γιατί έκανε προτάσεις και παρεμβάσεις στα κακώς κείμενα, κι ας ήταν μόνο ένας χρόνος που είχε ιδρυθεί. Γιατί πίστευε ότι ο Δικαστικός Επιμελητής μπορεί να στέκεται ισάξια στον Νομικό Κόσμο, κι όχι να μένει αποκλεισμένος κι απομονωμένος στη μικρή του Χώρα, πίστευε ότι μπορεί να αποτελεί συνδιαμορφωτή της Δικαιοσύνης, έναν αληθινό συλλειτουργό, κι όχι ταχυμεταφορέα εγγράφων και το παιδί για όλες τις δουλειές.
Αυτό το παραμύθι, στις 12 Μαρτίου μπορεί να τελειώσει. Εξαρτάται από εμάς εάν θα παραμείνει ένα όμορφο αφήγημα για τις επόμενες γενιές ή θα ολοκληρωθεί και θα επιστρέψουμε στοχευμένα και ρεαλιστικά στην πραγματικότητα, στην καθημερινή ζωή, στον αληθινό κόσμο, που ούτε ωραιοποιεί, ούτε παραμυθιάζει. Από την ψήφο όλων μας εξαρτάται το τέλος του παραμυθιού, από την δική μας επιλογή που θα καθορίσει την επόμενη ημέρα. Είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης για πολλούς απο εμάς. Είναι αδήριτη ανάγκη το ουράνιο τόξο της ΙΡΙΔΑΣ να ανατείλει και να αναλάβει την διακυβέρνηση αυτής της όμορφης Χώρας, ώστε να επιστρέψει στα χείλη όλων το χαμόγελο κι η αισιοδοξία. Τότε μόνο θα μπορέσουμε να πούμε, «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Ζαχαρούλα (Ρένια) Θεοδωρίδου
Δικαστική Επιμελήτρια Εφετείου Πειραιά
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Γραμματέας και Ιδρυτικό Μέλος της

ΙΡΙΔΑ Δ.Ε. – Νέα Ματιά
Υποψήφια Σύμβουλος και Αντιπρόσωπος